Τρίτη 24 Απριλίου 2018

Η Παρακμή και η Κατάργηση των Αγώνων

Από πολλές απόψεις η παρακμή και το τέλος των Αγώνων, ήταν φυσικό και αναμενόμενο γεγονός για τους λόγους που ήδη αναφέραμε. Μετά τον 2ο π.Χ., αιώνα, οπότε καθιερώθηκε η οικουμενικότητα του Ελληνισμού με τον ταυτόχρονο μαρασμό του ελλαδικού χώρου, έσβησε και ο ζήλος των ελληνικών πόλεων να διακριθούν στην άλλοτε ιερή Άλτη.

Το θρησκευτικό συναίσθημα των αρχαίων Ελλήνων είχε παρακμάσει και οι Αγώνες, εκκοσμικευμένοι, είχαν απολέσει το ζωογόνο ιερό τους στοιχείο. Με την κατάληψη της Ελλάδας από τους Ρωμαίους τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα. Οι Αγώνες ελέγχονταν πια από τους κατακτητές και η Ρώμη τότε, όπως η Αμερική σήμερα και κάθε υπερδύναμη, ήθελε να διατηρήσει την υπεροχή της και στο αθλητικό πεδίο.
Το 86-80 π.Χ, επί Σύλλα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες δέχτηκαν το πρώτο μεγάλο πλήγμα, καθώς η 175η Ολυμπιάδα μεταφέρθηκε στη Ρώμη. Αρκετοί Ρωμαίοι Αυτοκράτορες, όπως ο Τιβέριος και ο θετός του γιος Καίσαρας Γερμανικός, έλαβαν μέρος στους αγώνες παρακινούμενοι από την ακτινοβολία τους. Η τελευταία άνθηση των αγώνων παρατηρείται επί της βασιλείας των Ρωμαίων Αντωνίνων, οπότε επισκέφτηκε την Ολυμπία και ο περιηγητής Παυσανίας, (δίνει άφθονες πληροφορίες για τους Αγώνες στα «Ηλιακά» του) ανάμεσα στα 160-173 μ.Χ.
Ήδη από την εποχή εκείνη οι Αγώνες είχαν χάσει τον πανελλήνιο χαρακτήρα τους και ήταν διεθνείς, καθώς συμμετείχαν αθλητές από όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι Αγώνες δεν ήταν πια μια αγωνιστική ιεροπραξία μεταξύ των ελληνικών φυλών, ανθρώπων δηλαδή με κοινά στοιχεία γλώσσας, καταγωγής, θρησκευτικής πίστης, ηθών και πολιτισμού.
Ήταν μια κοσμική αθλητική συγκέντρωση, υπό το πρίσμα της ρωμαϊκής παγκοσμιοποίησης, όπου το αισθητικό στοιχείο είχε κυριαρχήσει του ιερού και το πολιτικό του θρησκευτικού. Σύντομα, όταν με την εμφάνιση του χριστιανισμού το ιερό επέστρεψε και κυριάρχησε πάλι του αισθητικού, σ΄ ένα νέο άξονα ισορροπίας, εγκαινιάστηκε μια νέα εποχή.

Το 393 μ.Χ, έτος της 293ης Ολυμπιάδας, οι Ολυμπιακοί Αγώνες δέχτηκαν τη χαριστική βολή από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄, που τους κατήργησε μαζί με άλλους αρχαίους αγώνες. Η κατάργηση αυτή δεν έγινε απότομα, όπως πιστεύουν πολλοί. Το γεγονός περιβάλλεται από έναν αντιχριστιανικό μύθο, σε σχέση με τα όσα πιστεύουν οι υπερασπιστές των «Ελληνικών Ιερών», και η κατάργηση θα πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με τους ίδιους τους Αγώνες, αλλά και με τις γενικότερες συνθήκες της εποχής. Ο Θεοδόσιος έδωσε τέλος σε κάτι που είχε απολέσει προ πολλού την εσωτερική του ζωή και που ήταν ουσιαστικά νεκρό, σαν άδειο κέλυφος.
Έπειτα από χίλια και πλέον χρόνια οι Αγώνες είχαν παρακμάσει. Απόμενε μόνο το φτιασίδωμα της αλλοτινής αίγλης που έδινε ακόμη μια επίφαση ζωής. Ο αρχαίος κόσμος σε αποσύνθεση κατέρρεε. Στη θέση του εμφανίστηκε νέος ο Χριστιανισμός, και κατά συνέπεια παλαιές αξίες καθαιρέθηκαν, αντιπαρατέθηκαν, μετατράπηκαν ή άλλαξαν ριζικά.
Οι αγώνες ήταν κατά βάση θρησκευτικοί, με αγωνιστικές ιεροπραξίες και τελετουργίες παγανιστικές, που η νέα θρησκεία, λειτουργώντας κι αυτή ανταγωνιστικά για την επικράτηση, δε θα μπορούσε να ανεχτεί. Επιπλέον, η εσωτερική πνευματικότητα του Χριστιανισμού της πρώτης εποχής, δεν αντιμετώπιζε το σώμα και τα αθλητικά ιδεώδη όπως η αρχαία θρησκεία. Η κατάσταση του αρχαίου κόσμου ήταν τέτοια, που ο Χριστιανισμός υπήρξε μόνο η αφορμή στο να καταρρεύσει το ετοιμόρροπο οικοδόμημά του.
Όπως λέει ο Τ. Κατσιμάρδης, οι πραγματικές διαστάσεις του ιστορικού γεγονότος της κατάργησης: «συσκοτίζονται από απολυτοποιήσεις, οι οποίες προβάλλονται τόσο από άκριτους απολογητές της παύσης, όσο και από ορισμένους φανατικούς κατηγόρους της». Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Ο εθνικός ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος τοποθετεί την κατάργηση στο εξής πλαίσιο:
«Η αρχαία θρησκεία κατέρρεε εσωτερικά. Ο αρχαϊκός κόσμος κατέπιπτε βαθμηδόν, οίκοθεν μάλλον ή δι΄εξωτερικής επεμβάσεως (...) Οι εθνικοί (ειδωλολατρικοί) ναοί κατέπιπτον και η πίστις εμαραίνετο και εν γένει το αρχαίον θρήσκευμα εφθείρετο. Αλλ΄εφθείρετο ηρέμα, ως εξ οργανικού θανατηφόρου νοσήματος μάλλον ή δια πληγών έξωθεν καταφερομένων».
Η καταστροφή αρχαίων ναών και πολλών ειδωλολατρικών έργων τέχνης, ήταν συνέπεια της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού. Το γεγονός, ωστόσο, έχει περιβληθεί με πολλές νεοπαγανιστικές υπερβολές και απλουστεύσεις και σε κάθε περίπτωση μπορεί να εξηγηθεί με όρους ιστορικής νομοτέλειας. Σύμφωνα με τον κλασικό Bυζαντινολόγο Α. Βασίλιεφ: «Η κατάργηση των Αγώνων ήταν μέρος της αποφασιστικής στάσης του Θεοδόσιου κατά της ειδωλολατρίας». Η απόφαση αυτή που είχε προαναγγελθεί με διάταγμα του 380 μ.Χ., σύμφωνα με τον π. Γ. Μεταλληνό: «ήταν κάτι που επιβλήθηκε από την ιστορική συγκυρία.
Όπως είχαν καταντήσει ήδη από τους τελευταίους π.Χ, αιώνες οι Ολυμπιακοί Αγώνες, η παύση τους το 393 μ.Χ. ήταν η μεγαλύτερη γι΄αυτούς ευεργεσία. Θεραπευτική επέμβαση στη μάστιγα μιας νόσου». Ή, όπως διαβάζουμε χαρακτηριστικά σε μη εκκλησιαστικούς κύκλους: «Η κατάργηση λειτούργησε θετικά για την υστεροφημία τους (των Ολυμπιακών), αφού έθεσε τέρμα σ΄ένα διαρκώς εκφυλιζόμενο θεσμό και με τον τρόπο αυτό διέσωσε το αρχαίο κάλλος καθιστώντας το Ολυμπιακό ιδεώδες αθάνατο στους αιώνες».




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου