Η νίκη στους Ολυμπιακούς και στους
άλλους πανελλήνιους αγώνες αποτελούσε
για τη συνείδηση του αρχαίου κόσμου μια
σημαίνουσα αξία, που τύγχανε της συνολικής
κοινωνικής αναγνώρισης. Παράλληλα με
την υμνολογία και την καλλιέργεια του
αθλητικού ιδεώδους, αρκετοί φιλόσοφοι
και συγγραφείς «σχολιάζουν, κρίνουν
και καμιά φορά στηλιτεύουν αθλητές και
αθλήματα.

Υπεργύμναση, αλαζονεία, χρηματισμός, ακαλλιεργησία και κάθε αήθης διαγωγή δέχονται πυρά, λεκιάζοντας την άμεμπτη σήμερα περί αθλητισμού εικόνα των αρχαίων Ελλήνων» καταλήγει ο Κ. Λιόντης (ο,π. σ. 2). Μια προσεκτική ανάγνωση των επικρίσεων των στοχαστών αρκεί για να καταδείξει, πως αιτία τους υπήρξε η κατάχρηση του μέτρου και η μονομέρεια από την πλευρά του αθλητικού κόσμου, σε ό,τι αφορούσε την εφαρμογή της φιλοσοφικής αρμονίας ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα.
Η επικριτική στάση των φιλοσόφων δεν απορρέει από μια έχθρα κατά του αθλητισμού. Οι κατηγορίες αφορούσαν κυρίως σε μια ομάδα «πρωταθλητών», που επιδίδονταν με μανία στη σωματική άσκηση, έχοντας ως μόνο σκοπό την αξιοποίηση της νίκης προς ίδιον όφελος. Η κριτική ασκείται, λοιπόν, εναντίον ενός ορισμένου τύπου αθλητών για τους οποίους δεν ευθύνεται ο ίδιος ο αθλητισμός. Όπως κι αν έχει η κριτική αυτή δεν φαίνεται ότι άσκησε καθοριστική επίδραση στην κοινωνία, ούτε προκάλεσε κάποιο πλήγμα στην αίγλη των Αγώνων.
Η αρνητική κριτική τέλος, επιβεβαίωνε εκ του αντιθέτου το ιδεώδες του «καλού και αγαθού» πολίτη, που εναρμονίζει τις ανάγκες του πνεύματος και του σώματος σε μια σύνθεση που προσδίδει αξία στα συστατικά της μέρη. Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται και η αξία του «μέτρου» στην οποία βασίστηκε ολόκληρο το κλασικό οικοδόμημα και αναδείχτηκε ως αξία διαχρονική.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Κ. Γογγάκη: «Η σωματική άσκηση, όμως, ενίοτε ξεπερνούσε το μέτρο, χωρίς να συνοδεύεται δηλαδή κι από μιαν αντίστοιχη ψυχική καλλιέργεια. Ο ιδιαίτερος τρόπος της ζωής των αθλητών, εξάλλου, μερικές φορές προκαλούσε το δημόσιο αίσθημα, ενώ κι η απόδοση τιμών στους αθλητές έφτανε κάποτε σε όρια υπερβολής, με αποτέλεσμα να υπερτονίζεται η αξία της σωματικής ρώμης σε σύγκριση με τη σημασία της πνευματικής προσφοράς».
Το περιεχόμενο αυτής της παρατήρησης, όπως και άλλων που θα εξετάσουμε παρακάτω, φέρνει το πνεύμα των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων, πολύ πιο κοντά στην υλιστική μονομέρεια της δικής μας εποχής. Αυτή η πέρα από κάθε μέτρο αναγνώριση της αθλητικής νίκης λειτούργησε, δυστυχώς, ως βασικό κίνητρο στη συνείδηση κάποιων αθλητών, ώστε η υπερβολική ενασχόληση με τον αθλητισμό να αποτελεί το μέσο για την εκπλήρωση προσωπικών στόχων και φιλοδοξιών.
Έτσι, η επίμονη προσπάθεια για την κατάκτηση της νίκης και τον πρωταθλητισμό, είχε σαν αποτέλεσμα κάποιες φορές να οδηγούνται οι αθλητές στη δωροδοκία, στο χρηματισμό και σε άλλα αθέμιτα μέσα. Αυτή η αντίληψη, ακόμα συχνότερα, οδηγούσε τους αθλητές σε ένα μονομερή τρόπο ζωής, που εμπόδιζε τη σφαιρική ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους με αποτέλεσμα την φανερή δυσαρμονία ψυχής και σώματος.
Την αρνητική κριτική, που άρχισε σταδιακά από τον 7ο π.Χ αιώνα και συνέχισε να αυξάνεται με τη πάροδο του χρόνου όλο και περισσότερο, χαρακτηρίζει μια χρονική σύνδεση με τις γενικότερες εξελίξεις της αρχαίας κοινωνίας. Στα τέλη του 6ου π.Χ., αιώνα με τον Ξενοφάνη, η κριτική κατά του αθλητισμού προσλαμβάνει για πρώτη φορά πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Από τον 5ο π.Χ, αιώνα παρατηρούνται αλλαγές στο πνεύμα των αγώνων και, κυρίως, στον θρησκευτικό χαρακτήρα τους, ενώ πολλοί αποδοκιμάζουν τη μονόπλευρη και ιδιοτελή άσκηση των αθλητών.
Οι Αγώνες αντανακλούσαν ως πανελλήνιος καθρέπτης την εικόνα και το πνεύμα της αρχαίας κοινωνίας. Και αυτή η εικόνα, όπως την προσλάμβαναν οι πιο οξυδερκείς, δεν ήταν καθόλου καλή. Όσο πλησιάζουμε προς την «παρακμή» των Αγώνων, οι εκκλήσεις για τήρηση του μέτρου στην άσκηση των νέων πληθαίνουν, χωρίς όμως αυτές οι διαμαρτυρίες να καταφέρουν να αναχαιτίσουν τον σταθερά επερχόμενο εκφυλισμό.
Υπεργύμναση, αλαζονεία, χρηματισμός, ακαλλιεργησία και κάθε αήθης διαγωγή δέχονται πυρά, λεκιάζοντας την άμεμπτη σήμερα περί αθλητισμού εικόνα των αρχαίων Ελλήνων» καταλήγει ο Κ. Λιόντης (ο,π. σ. 2). Μια προσεκτική ανάγνωση των επικρίσεων των στοχαστών αρκεί για να καταδείξει, πως αιτία τους υπήρξε η κατάχρηση του μέτρου και η μονομέρεια από την πλευρά του αθλητικού κόσμου, σε ό,τι αφορούσε την εφαρμογή της φιλοσοφικής αρμονίας ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα.
Η επικριτική στάση των φιλοσόφων δεν απορρέει από μια έχθρα κατά του αθλητισμού. Οι κατηγορίες αφορούσαν κυρίως σε μια ομάδα «πρωταθλητών», που επιδίδονταν με μανία στη σωματική άσκηση, έχοντας ως μόνο σκοπό την αξιοποίηση της νίκης προς ίδιον όφελος. Η κριτική ασκείται, λοιπόν, εναντίον ενός ορισμένου τύπου αθλητών για τους οποίους δεν ευθύνεται ο ίδιος ο αθλητισμός. Όπως κι αν έχει η κριτική αυτή δεν φαίνεται ότι άσκησε καθοριστική επίδραση στην κοινωνία, ούτε προκάλεσε κάποιο πλήγμα στην αίγλη των Αγώνων.
Η αρνητική κριτική τέλος, επιβεβαίωνε εκ του αντιθέτου το ιδεώδες του «καλού και αγαθού» πολίτη, που εναρμονίζει τις ανάγκες του πνεύματος και του σώματος σε μια σύνθεση που προσδίδει αξία στα συστατικά της μέρη. Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται και η αξία του «μέτρου» στην οποία βασίστηκε ολόκληρο το κλασικό οικοδόμημα και αναδείχτηκε ως αξία διαχρονική.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Κ. Γογγάκη: «Η σωματική άσκηση, όμως, ενίοτε ξεπερνούσε το μέτρο, χωρίς να συνοδεύεται δηλαδή κι από μιαν αντίστοιχη ψυχική καλλιέργεια. Ο ιδιαίτερος τρόπος της ζωής των αθλητών, εξάλλου, μερικές φορές προκαλούσε το δημόσιο αίσθημα, ενώ κι η απόδοση τιμών στους αθλητές έφτανε κάποτε σε όρια υπερβολής, με αποτέλεσμα να υπερτονίζεται η αξία της σωματικής ρώμης σε σύγκριση με τη σημασία της πνευματικής προσφοράς».
Το περιεχόμενο αυτής της παρατήρησης, όπως και άλλων που θα εξετάσουμε παρακάτω, φέρνει το πνεύμα των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων, πολύ πιο κοντά στην υλιστική μονομέρεια της δικής μας εποχής. Αυτή η πέρα από κάθε μέτρο αναγνώριση της αθλητικής νίκης λειτούργησε, δυστυχώς, ως βασικό κίνητρο στη συνείδηση κάποιων αθλητών, ώστε η υπερβολική ενασχόληση με τον αθλητισμό να αποτελεί το μέσο για την εκπλήρωση προσωπικών στόχων και φιλοδοξιών.
Έτσι, η επίμονη προσπάθεια για την κατάκτηση της νίκης και τον πρωταθλητισμό, είχε σαν αποτέλεσμα κάποιες φορές να οδηγούνται οι αθλητές στη δωροδοκία, στο χρηματισμό και σε άλλα αθέμιτα μέσα. Αυτή η αντίληψη, ακόμα συχνότερα, οδηγούσε τους αθλητές σε ένα μονομερή τρόπο ζωής, που εμπόδιζε τη σφαιρική ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους με αποτέλεσμα την φανερή δυσαρμονία ψυχής και σώματος.
Την αρνητική κριτική, που άρχισε σταδιακά από τον 7ο π.Χ αιώνα και συνέχισε να αυξάνεται με τη πάροδο του χρόνου όλο και περισσότερο, χαρακτηρίζει μια χρονική σύνδεση με τις γενικότερες εξελίξεις της αρχαίας κοινωνίας. Στα τέλη του 6ου π.Χ., αιώνα με τον Ξενοφάνη, η κριτική κατά του αθλητισμού προσλαμβάνει για πρώτη φορά πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Από τον 5ο π.Χ, αιώνα παρατηρούνται αλλαγές στο πνεύμα των αγώνων και, κυρίως, στον θρησκευτικό χαρακτήρα τους, ενώ πολλοί αποδοκιμάζουν τη μονόπλευρη και ιδιοτελή άσκηση των αθλητών.
Οι Αγώνες αντανακλούσαν ως πανελλήνιος καθρέπτης την εικόνα και το πνεύμα της αρχαίας κοινωνίας. Και αυτή η εικόνα, όπως την προσλάμβαναν οι πιο οξυδερκείς, δεν ήταν καθόλου καλή. Όσο πλησιάζουμε προς την «παρακμή» των Αγώνων, οι εκκλήσεις για τήρηση του μέτρου στην άσκηση των νέων πληθαίνουν, χωρίς όμως αυτές οι διαμαρτυρίες να καταφέρουν να αναχαιτίσουν τον σταθερά επερχόμενο εκφυλισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου